- χαλκοπάρᾳος
- χαλκοπᾰρᾱος (-πάραος def. Forssman, 152)1 with bronze cheeks χαλκοπάρᾳον ἄκονθ (Hermann: -πάραον, -πάρειον codd.) P. 1.44 ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον (Hermann: -πάραον codd.) N. 7.71
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκοπάρηος — και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, ον, Α χαλκόπλευρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πάρῃος / πάρᾳος (< παρειά* «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο πάρῃος, φοινικο πάρῃος] … Dictionary of Greek